- αεροφέρνομαι
- και αγεροφέρνομαι1. παρασύρομαι και φέρομαι από τον άνεμο εδώ κι εκεί, ανάλογα με την κατεύθυνσή του2. (μτχ.) αεροφερμένος, -η, -οο αερόφερτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αερόφερτος — και αγερόφερτος, η, ο [αεροφέρνομαι] 1. αυτός που παρασύρεται ή παρασύρθηκε από τον αέρα και φέρεται εδώ κι εκεί, ανάλογα με την κατεύθυνση τού ανέμου 2. (για διαδόσεις, ειδήσεις κ.λπ.) αυτός που διαδίδεται χωρίς να έχει εξακριβωθεί προηγουμένως … Dictionary of Greek